- κατακραυγάζω
- (ΑΜ κατακραυγάζω) [κατακραυγή]νεοελλ.διαμαρτύρομαι εναντίον κάποιου με κραυγές, εκφράζω την αγανάκτησή μου με κραυγές («όλοι κατεκραύγαζαν εναντίον τών ενόχων»)μσν.-αρχ.ξεπερνώ κάποιον στις κραυγές, κατακράζω.
Dictionary of Greek. 2013.