κατακραυγάζω

κατακραυγάζω
(ΑΜ κατακραυγάζω) [κατακραυγή]
νεοελλ.
διαμαρτύρομαι εναντίον κάποιου με κραυγές, εκφράζω την αγανάκτησή μου με κραυγές («όλοι κατεκραύγαζαν εναντίον τών ενόχων»)
μσν.-αρχ.
ξεπερνώ κάποιον στις κραυγές, κατακράζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κατακραυγάζω — pres subj act 1st sg κατακραυγάζω pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακραυγάζω — κατακραύγασα, κραυγάζω εναντίον κάποιου: Όλοι κατακραύγαζαν το δικτάτορα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατακραυγάζουσι — κατακραυγάζω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κατακραυγάζω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”